- ξερολίθι
- το , ξερολιθι.ά η каменная стена (сухой кладки)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξερολίθι — ξερολίθι, το και ξερολιθιά, η τοίχος από πέτρες χωρίς λάσπη, ξεροντούβαρο, ξερολιθοδομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξερολίθι — το η ξερολιθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + λίθι (< λίθος), πρβλ. κουφο λίθι] … Dictionary of Greek
ξερολιθιά — η [ξερολίθι] τοίχος που χτίζεται με λίθους χωρίς συνδετικό κονίαμα, χωρίς λάσπη, ξηρολιθοδομή … Dictionary of Greek
ξεροτρόχαλος — το τοίχος κατασκευασμένος από λίθους, από τροχάλους χωρίς συνδετική ύλη, ξερολίθι, ξηρολιθοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + τρόχαλος «σωρός λίθων»] … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek